αοριστολογικός

αοριστολογικός
-ή, -ό
1. αυτός που λέγεται με αοριστία ή περιέχει ασάφεια
2.(Γραμμ.) «αοριστολογικές (ή αόριστες) αντωνυμίες» — αντωνυμίες που εκφράζουν κάτι αόριστο και γενικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αοριστολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αοριστολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δεν είναι σαφής και ακριβής: Με αοριστολογικές υποσχέσεις δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αν — 1. σύνδ. υποθ., εάν: Αν πρόσεχες δε θα αρρώσταινες. 2. απορηματικός σύνδ. που εισάγει πλάγια ερώτηση ολικής άγνοιας: Ρωτούσε αν θα πάνε ταξίδι. 3. με τον και (και αν, αν και), σύνδ. εναντιωματικός: Αν και δε μου το είπες, εγώ το κατάλαβα. 4. σύνδ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”